κρατημός

κρατημός
ο
1) см. κράτημα 3; 2) сдержанность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρατημός" в других словарях:

  • κρατημός — ο (Μ κρατημός) συγκράτηση, συγκρατημός, κράτημα μσν. παράλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατη (πρβλ. ἐ κράτησα, αόρ. τού κρατῶ) + μός (πρβλ. κουβαλ ημός, στερ ημός] …   Dictionary of Greek

  • κρατημός — ο κράτημα, πιάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατημάρα — η (Μ κρατημάρα) [κρατημός] παράλυση νεοελλ. παροιμ. «με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα» μίλα όσο θέλεις, αλλά μη χειρονομείς …   Dictionary of Greek

  • κρατημοσύνη — κρατημοσύνη, ἡ (Μ) [κρατημός] εγκράτεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»